εχεγλωττια

εχεγλωττια
    ἐχεγλωττία
    ἐχε-γλωττία
    ἥ (по аналогии с ἐκεχειρία) день воздержания от речей Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εχεγλωττια" в других словарях:

  • εχεγλωττία — ἐχεγλωττία, ἡ (Α) εγκράτεια στη γλώσσα, σιωπή, σιγή η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό κατά το ἐκεχειρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + γλωττία < γλωττος < γλώττα] …   Dictionary of Greek

  • ἐχεγλωττίας — ἐχεγλωττίᾱς , ἐχεγλωττία tongue truce fem acc pl ἐχεγλωττίᾱς , ἐχεγλωττία tongue truce fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεγλωττίαν — ἐχεγλωττίᾱν , ἐχεγλωττία tongue truce fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»